Подступать στα ελληνικά
Μετάφραση: подступать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσεγγίζω, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση, podstupat
Μεταφράσεις
- абонемент στα ελληνικά - συνδρομή, παραλαβή, παράδοση, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή
- астматик στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- бесстрашие στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, αφοβία, την αφοβία, η αφοβία, αφοβίας, έλλειψη φόβου
- вопреки στα ελληνικά - εναντίον, κατά, σε αντίθεση με, αντίθετα με, αντίθετα προς, αντίθετη προς, αντίθετο προς
Τυχαίες λέξεις
Подступать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσεγγίζω, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση, podstupat
Μεταφράσεις: προσεγγίζω, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση, podstupat