Подыскать στα ελληνικά
Μετάφραση: подыскать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцентирует στα ελληνικά - τονίζει, υπογραμμίζει, δίνει έμφαση, επισημαίνει, έμφαση
- ампутировать στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
- взаимозависимость στα ελληνικά - συσχέτιση, αλληλοεξάρτηση, αλληλεξάρτηση, αλληλεξάρτησης, αλληλεξαρτήσεως, την αλληλεξάρτηση
- гипербола στα ελληνικά - υπερβολή, υπερβολές, υπερβολής, η υπερβολή, την υπερβολή
Τυχαίες λέξεις
Подыскать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Μεταφράσεις: ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν