Пожертвовать στα ελληνικά

Μετάφραση: пожертвовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυσία, θυσιάζω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
Пожертвовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вол στα ελληνικά - καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
  • воротила στα ελληνικά - σπουδαίο πρόσωπο
  • графически στα ελληνικά - γραφικά, γραφικής, γραφικώς, γραφική, γραφικής παραστάσεως
  • двухфокусный στα ελληνικά - φακός με δυο εστίες, αμφιεστιακό, αμφιεστιακός, διεστιακά, διεστιακού
Τυχαίες λέξεις
Пожертвовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυσία, θυσιάζω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές