Λέξη: καταδιώκω
Συνώνυμα: καταδιώκω
κυνηγώ, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω, επιδιώκω, ακολουθώ, διεξάγω
Μεταφράσεις: καταδιώκω
καταδιώκω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hound, persecute, chase, pursue, prosecute
καταδιώκω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perseguir, acosar, persecución, caza, chase, persecución de, la persecución
καταδιώκω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jagdhund, hund, scheißkerl, laufhund, Jagd, Verfolgungsjagd, jagen, Chase, Verfolgung
καταδιώκω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaillir, hanter, persécuter, traquer, obséder, poursuivre, braque, molosse, tourmenter, pourchasser, chicaner, chasse, poursuite, chase, la chasse, chenillard
καταδιώκω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
braccare, bracco, inseguire, segugio, caccia, Chase, inseguimento, la caccia
καταδιώκω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perseguição, chase, caça, perseguição de, caçada
καταδιώκω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervolgen, achtervolgen, najagen, jacht, jagen, Chase
καταδιώκω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гончая, затравить, преследовать, докучать, выжлец, заклевать, собака, свора, подстрекать, надоедать, погоня, Чейз, Chase, погони, преследование
καταδιώκω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jage, chase, jakten, jakt, forfølgelse
καταδιώκω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfölja, chase, jaga, jakt, jakten, jagar
καταδιώκω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piinata, ajaa, vainuta, sortaa, vainota, jahdata, Chase, nukkua, kehykseen
καταδιώκω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølge, chase, jagt, jagten, jage, forfølgelse
καταδιώκω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pronásledovat, štvát, perzekvovat, obtěžovat, honit, ohař, trápit, honička, chase, honba
καταδιώκω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miłośnik, tropić, prześladować, ścigać, szykanować, ogar, podjudzać, pościg, pogoń, gonić, gonitwa
καταδιώκω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vadászkutya, üldözés, Chase, hajsza, üldözőbe
καταδιώκω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kovalamak, chase, kovalamaca, takip, kovalama
καταδιώκω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переслідуйте, переслідувати, підбурювати, набридати, докучати, погоня, гонитва
καταδιώκω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zagar, ndjekje, fole, pre, gjah, skalis
καταδιώκω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хрътка, гонитба, преследване, лов, Чейс, Chase
καταδιώκω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагоня, Пагоня Гэта, пагоні, пагонячы, Пагоню
καταδιώκω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jahikoer, hagijas, peni, tagaajamine, chase, jälitama, Chase'i, Säntäillä
καταδιώκω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opsjedati, dosađivati, progoniti, potjera, hajka, Chase, juriti, potraga
καταδιώκω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elta, Chase, sf, eltast
καταδιώκω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vytis, persekioti, persekiojimas, vaikymasis, gainioti
καταδιώκω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakaļdzīšanās, grope, medības, medīt, dzīties pakaļ
καταδιώκω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бркотница, потера, Чејс, бркаат, бркотница со
καταδιώκω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmărire, Chase, urmări, urmărire de, cursă
καταδιώκω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šivat, chase, lov, zasledovanja
καταδιώκω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otravovať, naháňačka, honička, nahanacka, naháňačky
Τυχαίες λέξεις