Λέξη: διανοούμενος
Σχετικές λέξεις: διανοούμενος
διανοούμενος ορισμος, διανοούμενος συνθετικα, διανοούμενος ανθρωπος, διανοούμενος αγγλικα, διανοούμενος συνώνυμο, διανοούμενος λεξικό, διανοούμενος συνώνυμα, διανοούμενος βικιλεξικο, διανοούμενος εκθεση, διανοούμενος στα αγγλικά
Συνώνυμα: διανοούμενος
νοερός, διανοητικός
Μεταφράσεις: διανοούμενος
διανοούμενος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intellectual, highbrow, egghead, scholar, an intellectual
διανοούμενος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mental, intelectual, intelectuales, intelectual de
διανοούμενος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
intellektueller, intellektuelle, geistig, intellektuell, geistigen, intellektuellen
διανοούμενος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
intellectuel, mental, clerc, intellectuelle, intellectuelles, intellectuels
διανοούμενος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intellettuale, intellettuali
διανοούμενος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intelectual, inteligente, integrar, intelectuais
διανοούμενος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, intellectuele, de intellectuele, verstandelijke
διανοούμενος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интеллектуальный, интеллект, мыслительный, интеллигентный, размышляющий, любознательность, интеллектуал, умственный, интеллектуальной, интеллектуальную, интеллектуальная, на интеллектуальную
διανοούμενος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intellektuell, intellektuelle, immaterielle, intellektuelt, åndsverk
διανοούμενος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intellektuell, intellektuella, immateriella, immateriell, immaterialrätts
διανοούμενος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkinen, tiedollinen, älyllinen, älykäs, ajattelija, älykkö, teollis-, teollis- ja, henkisen, henkistä
διανοούμενος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
intellektuel, intellektuelle, den intellektuelle, immaterielle, af intellektuelle
διανοούμενος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzdělanec, duševní, intelektuální, rozumový, intelektuál, myšlenkový, duševního, duševnímu, k duševnímu
διανοούμενος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
intelektualny, inteligent, intelektualista, myślowy, inteligencki, umysłowy, intelektualnej, intelektualna, intelektualną
διανοούμενος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
észbeli, értelmiségi, szellemi, a szellemi, intellektuális, értelmi
διανοούμενος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zihni, entellektüel, fikri, entelektüel, zihinsel, düşünsel
διανοούμενος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтелектуальної, інтелектуальною, інтелектуальній, інтелектуальну
διανοούμενος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
intelektual, intelektuale, intelektuale të, intelektuali
διανοούμενος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интелектуален, интелектуалец, интелектуална, интелектуалната, на интелектуална
διανοούμενος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтэлектуальнай
διανοούμενος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaimne, haritlane, intellektuaalne, intellektuaalse, intellektuaalset, intellektuaal-, intellektuaalsete
διανοούμενος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
intelektualne, intelektualni, intelektualan, intelektualac, intelektualnog, intelektualno, intelektualna
διανοούμενος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vitsmunalegum, andlega, hugverk, menntamaður, vitsmunalega
διανοούμενος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
intelektinis, intelektualus, intelektualas, intelektualinis, intelektinės
διανοούμενος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
intelektuāls, intelektuālā, intelektuālais, intelektuālo
διανοούμενος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интелектуална, интелектуалната, интелектуални, интелектуалниот, интелектуален
διανοούμενος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intelectual, intelectuală, intelectuale, intelectuala, intelectuală cât
διανοούμενος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
duševní, intelektuální, intelektualne, intelektualna, intelektualno, intelektualni, do intelektualne
διανοούμενος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
intelektuál, duševní, intelektuálne, intelektuálna, intelektuálnej, intelektuálny, intelektuálnu