Покачать στα ελληνικά
Μετάφραση: покачать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέτρα, κουνώ, ροκ, κούνια, λικνίζω, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Μεταφράσεις
- верование στα ελληνικά - πεποίθηση, πίστη, πεποιθήσεων, πεποίθησή, πεποιθήσεις
- длительный στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, διαρκής, διαρκείας, μεγάλο, μακρά, καιρό, ...
- довод στα ελληνικά - υπεράσπιση, υποταγή, δήλωση, έκκληση, λογομαχία, κατάσταση, αιτιολογία, ...
- дохлятина στα ελληνικά - ψοφίμι, carrion, κουρούνα, ψοφίμια, το carrion
Τυχαίες λέξεις
Покачать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέτρα, κουνώ, ροκ, κούνια, λικνίζω, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Μεταφράσεις: πέτρα, κουνώ, ροκ, κούνια, λικνίζω, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε