Λέξη: συντάσσω
Σχετικές λέξεις: συντάσσω
συντάσσω μετάφραση στα αγγλικά, συντάσσω συνωνυμα, συντάσσω αρχικοι χρονοι, συντάσσω συνωνυμο, συντάσσω αόριστος, συντάσσω μετάφραση, συντάσσω κλιση, συντάσσω στα αγγλικά
Συνώνυμα: συντάσσω
εκδίδω, εκφράζω, ετοιμάζω προς δημοσίεσιν, ετοιμάζω προς δημοσίευση, συλλέγω, απανθίζω, συνθέτω, στοιχειοθετώ, συγκροτώ, απαρτίζω, διευθετώ, καταρρέω, λήγω, σωριάζομαι
Μεταφράσεις: συντάσσω
συντάσσω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compile, redact, indite, compose, fall in
συντάσσω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recopilar, compilar, redactar, censurar, redact, corrijan, se corrijan
συντάσσω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsammeln, kompilieren, sammeln, schwärzen, redigieren, unkenntlich, redact, zensieren
συντάσσω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élaborer, compiler, assortir, façonner, compilons, rassembler, compilent, compilez, rédiger, expurger, caviarder, expurgation, biffer
συντάσσω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
redigere, oscurare, redigi, redact, oscurare il
συντάσσω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compilar, redigir, editar, reter, redija, redact
συντάσσω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
compileren, samenstellen, bewerken, redigeren, redact, redigeren van, anonimiseren
συντάσσω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скомпилировать, слагать, транслировать, сочинить, сочинять, собирать, складывать, составлять, сложить, составить, редактировать, формулировать, готовить к печати, компоновать
συντάσσω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
redact, maskere
συντάσσω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
REDIGERA, bearbeta
συντάσσω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laatia, kääntää, kerätä, koota, kasata, redact, erotettava
συντάσσω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
redact
συντάσσω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sbírat, kompilovat, složit, shromáždit, zpracovat, redigovat
συντάσσω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kompletować, opracować, zestawić, kompilować, opracowywać, zestawiać, redagować, wydać, redagowanie, zredagować
συντάσσω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megrövidít, szerkeszt, takarnia, sajtó alá rendez
συντάσσω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yazıya dökmek, redact, ayrıştırarak, yazıya döküldüğünü, baskıya hazırlamak
συντάσσω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скомпілювати, складати, збирати, громадити, редагувати
συντάσσω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hartoj, redaktoj, të hartoj
συντάσσω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
редактирам, редактира, се редактира
συντάσσω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэдагаваць
συντάσσω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koostama, kompileerima, eraldama, redact
συντάσσω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sabrati, kompilirati, prevesti, sakupiti, urediti, redigovati, uredit
συντάσσω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
redact
συντάσσω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Rengti spaudai, redaguojama
συντάσσω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
redact
συντάσσω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
redact
συντάσσω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
redacta, separe, să separe, redacteze, a redacta
συντάσσω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sestavit, prekriti
συντάσσω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
redigovať