Λέξη: σεμνότυφος
Σχετικές λέξεις: σεμνότυφος
σεμνότυφος ορισμός, σεμνότυφος ετυμολογια
Συνώνυμα: σεμνότυφος
φρόνιμος, σεμνός, χαμηλοβλέπων, φαινομενικά σεμνός, σοβαρός, φαντασμένος, πουριτανός, αυστυρός
Μεταφράσεις: σεμνότυφος
σεμνότυφος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coy, prude, straitlaced, prudish, demure, priggish
σεμνότυφος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tímido, mojigato, mojigata, prude, puritana, ningún mojigato
σεμνότυφος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schüchtern, prüde, prude, prüden, prüder
σεμνότυφος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
timide, sage, sobre, farouche, prude, bégueule, genre prude, fleur bleue, du genre prude
σεμνότυφος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timido, prude, puritana, puritano, pudica, santarellina
σεμνότυφος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
puritana, puritano, hipócrita, prude, pudica
σεμνότυφος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedeesd, preuts, prude, preutse, preutse man
σεμνότυφος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уединенный, скромный, стыдливый, стеснительный, застенчивый, ханжа, скромница, ханжой, скромницей, блюститель нравов
σεμνότυφος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjenert, blyg, snerpete, prude, er snerpete
σεμνότυφος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pryd, prude
σεμνότυφος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ujo, sievistelijä, prude
σεμνότυφος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prude, snerpe, sippet, snerpet
σεμνότυφος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stydlivý, ostýchavý, zdrženlivý, plachý, opatrný, nesmělý, prudérní člověk, prudérní, puritán
σεμνότυφος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skromny, nieśmiały, świętoszek, prude, świętoszkiem, pruderyjna
σεμνότυφος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemérmes, prűd, prûd, álszemérmes
σεμνότυφος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekingen, aşırı namuslu geçinen kadın, prude, erdemlilik taslayan tip, kumkuması, erdemli
σεμνότυφος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соромливий, скромний, ханжа
σεμνότυφος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njeri tepër i matur, puritan
σεμνότυφος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
света богородица, превзета, скромнича, превзето скромна жена
σεμνότυφος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ханжа
σεμνότυφος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puiklev, tagasihoidlik, Sievistelijä
σεμνότυφος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stidljiv, skroman, pretjerano čedna žena, izvještačena
σεμνότυφος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prude
σεμνότυφος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
davatka, apsimestinai drovi moteris, Klīrīga moteris, Świętoszek, drovės sergėtojas
σεμνότυφος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klīrīga sieviete
σεμνότυφος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
светот Богородица
σεμνότυφος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mironosiță, mironosița, puritană, pudică, puritan
σεμνότυφος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koketní, Izvještačena, prude
σεμνότυφος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koketní, plachý, nesmelý, ostýchavý, prudérnej, pruderna, prudérna, prudérny, prudérni
Τυχαίες λέξεις