Покорить στα ελληνικά
Μετάφραση: покорить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспечность στα ελληνικά - αδιαφορία, νωχέλεια, απάθεια, την αδιαφορία, ανεμελιά
- варежки στα ελληνικά - γάντια, τα γάντια, γάντια που, τα γάντια που, mittens
- вероятный στα ελληνικά - πιθανά, πιθανός, αρέσω, συμπαθώ, πιθανόν, σαν, όπως, ...
- даль στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
Τυχαίες λέξεις
Покорить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Μεταφράσεις: κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν