Λέξη: επιφέρω

Σχετικές λέξεις: επιφέρω

επιφέρω αγγλικά, επιφέρω συνώνυμα, επιφέρω τι σημαινει, επιφέρω λεξικό, επιφέρω στα αγγλικά, επιφέρω μετάφραση

Συνώνυμα: επιφέρω

παρακινώ, προτρέπω, επηρεάζω

Μεταφράσεις: επιφέρω

επιφέρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elicit, epifero

επιφέρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sacar, epifero

επιφέρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hervorrufen, erregen, epifero

επιφέρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
occasionner, engendrer, évoquer, provoquer, déceler, arracher, étirer, extraire, epifero

επιφέρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
являть, выказать, проявлять, изъявить, обнаруживать, обнаружить, выказывать, проявить, выведывать, выявлять, добывать, извлекать, устанавливать, выявить, вытягивать, добыть, epifero

επιφέρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herättää, epifero

επιφέρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvolávat, vyvolat, zjistit, získat, vytáhnout, epifero

επιφέρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wywoływać, wyciągać, wywołać, wydobywać, ujawniać, epifero

επιφέρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виявити, видобути, встановлювати, виявляти, epifero

επιφέρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järeldama, tingima, epifero

επιφέρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvući, otkriti, izazvati, epifero

επιφέρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
epifero

επιφέρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
epifero
Τυχαίες λέξεις