Покрасить στα ελληνικά

Μετάφραση: покрасить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νομισματοκοπείο, βάφω, μέντα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Покрасить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антитеза στα ελληνικά - αντίθεση, αντίθετο, αντίθεσης, αντιθέσεις
  • балерина στα ελληνικά - χορευτής, μπαλλαρίνα, μπαλαρίνα, μπαλαρίνας, ballerina, χορεύτρια
  • дно στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, πάτος, πέλμα, γλώσσα, κρεβάτι, κάτω μέρος, ...
  • дотоле στα ελληνικά - μέχρι σήμερα, μέχρι, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα
Τυχαίες λέξεις
Покрасить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νομισματοκοπείο, βάφω, μέντα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει