Покурить στα ελληνικά
Μετάφραση: покурить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καπνοί, καπνίζω, έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, διαθέτουν
Μεταφράσεις
- гуано στα ελληνικά - γκουανό, το γκουανό, γουανό, guano
- деклассированный στα ελληνικά - λούμπεν
- доказательный στα ελληνικά - αποδεικτική, αποδεικτικής, αποδεικτικό, αποδείξεως, αποδεικτικών
- забавный στα ελληνικά - αστείος, ευτράπελος, κωμικός, περίεργος, Αστεία, αστείο, Funny, ...
Τυχαίες λέξεις
Покурить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω, έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, διαθέτουν
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω, έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, διαθέτουν