Λέξη: φιλόπονος
Σχετικές λέξεις: φιλόπονος
φιλόπονος συνώνυμα, φιλόπονοσ ιωάννησ
Συνώνυμα: φιλόπονος
επιμελής, εργατικός
Μεταφράσεις: φιλόπονος
φιλόπονος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
painstaking, diligent, industrious, more diligent, diligent and, more diligent and
φιλόπονος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diligente, esmerado, diligentes, diligencia, diligentemente, con diligencia
φιλόπονος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sorgfältig, fleißig, sorgfältige, sorgfältigen, fleißigen, sorgfältiger
φιλόπονος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appliqué, soigneux, assidu, tatillon, soigné, diligent, méticuleux, diligente, diligence, diligents, preuve de diligence
φιλόπονος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diligente, diligenti, diligenza, solerte, assidua
φιλόπονος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diligente, diligentes, diligent, diligência, diligentemente
φιλόπονος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijverig, zorgvuldig, ijverige, zorgvuldige, nauwkeurig
φιλόπονος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
старательность, усердность, усердный, прилежный, тщательный, старательный, старание, усердие, кропотливый, прилежным, прилежными, усердным
φιλόπονος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flittig, ivrig, flittige, grundige, vinn
φιλόπονος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flitig, omsorgsfull, flitiga, omsorgsfulla, omsorgsfull efterforskning
φιλόπονος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahkera, huolellinen, huolellisesti, huolellisen, huolellista
φιλόπονος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flittige, flittig, omhyggelig, påpasselig, omhyggelige
φιλόπονος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pilný, pečlivý, puntičkářský, pilní, řádnou péčí postupující, pracovitý
φιλόπονος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dbały, pracowitość, staranny, pracowity, drobiazgowy, skrupulatny, pilny, sumienny, staranne, starannego
φιλόπονος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorgalmas, gondos, gondos jogtulajdonos, szorgos
φιλόπονος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalışkan, gayretli, titiz, özenli, diligent
φιλόπονος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
старанний, старанна, сумлінний
φιλόπονος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zellshëm, zellshëm, të zellshëm, kujdesshëm, zellshme
φιλόπονος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усърден, прилежен, щателно, усърдни, усърдно
φιλόπονος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
старанны, руплівы, дагодлівы
φιλόπονος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
usin, hoolas, hoolika, hoolika kontrolli, hoolikas
φιλόπονος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radan, vrijedan, marljiv, marljivi, vrijedni, marljiva
φιλόπονος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duglegir, kostgæfni, iðinn, duglegir að, dugleg
φιλόπονος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbštus, rūpestingas, darbštūs, kruopštus, kruopščios
φιλόπονος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
centīgs, rūpīgam, rūpīgs, godīgam, uzcītīgi
φιλόπονος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работлив, вредни, трудољубивио, трудољубиви, вредна
φιλόπονος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
harnic, diligentă, diligent, diligente, sârguincios
φιλόπονος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prizadeven, Vesten, skrben, marljivi, priden
φιλόπονος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
usilovný, Pilný