Полировать στα ελληνικά

Μετάφραση: полировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λούστρο, γυαλίζω, γόνατα, πλαταγίζω, καθαρίζω, λουστράρω, παφλάζω, στιλβώνω, βερνίκι, γύρος, ματιά, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Полировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антифрикционный στα ελληνικά - αντιτριβή, αντιτριβής, αντιτριβικού, αντιτριβικό, αντιτριβή ανθεκτικά
  • бездарный στα ελληνικά - πληκτικός, μουντός, μουχρός, βαρετός, χωρίς ταλάντον, ταλάντον, έλλειψη ταλέντου, ...
  • вящий στα ελληνικά - vyaschy
  • горчица στα ελληνικά - μουστάρδα, μουστάρδας, σιναπιού, τη μουστάρδα, σινάπι
Τυχαίες λέξεις
Полировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λούστρο, γυαλίζω, γόνατα, πλαταγίζω, καθαρίζω, λουστράρω, παφλάζω, στιλβώνω, βερνίκι, γύρος, ματιά, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά