Полый στα ελληνικά
Μετάφραση: полый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγραφτος, λευκός, άγραφος, κούφιος, βαθουλωμένος, άδειος, κοίλος, υπόκωφος, κενό, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховный στα ελληνικά - αυτεξούσιος, κυρίαρχος, ψηλός, ανώτατος, ηγεμόνας, υπέρτατος, Ανώτατο, ...
- весело στα ελληνικά - ευχάριστος, χαρωπά, χαρούμενα, ευχάριστα, πρόσχαρα, χαρούμενη
- гривенник στα ελληνικά - κέρμα, δεκάρα, δεκάρας, δεκαρών, δεκάρα για, dime
- деградация στα ελληνικά - υποβάθμιση, η υποβάθμιση, υποβάθμισης, αποικοδόμηση, αποδόμηση
Τυχαίες λέξεις
Полый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγραφτος, λευκός, άγραφος, κούφιος, βαθουλωμένος, άδειος, κοίλος, υπόκωφος, κενό, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Μεταφράσεις: άγραφτος, λευκός, άγραφος, κούφιος, βαθουλωμένος, άδειος, κοίλος, υπόκωφος, κενό, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια