Λέξη: ερημίτης

Σχετικές λέξεις: ερημίτης

ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, πέτρος ερημίτης, ερημίτης αγιο ορος, ερημίτης κασσιόπη, ερημίτης μοναχός ιωσήφ, ερημίτης wiki

Μεταφράσεις: ερημίτης

ερημίτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hermit, recluse, a hermit, reclusive, the hermit

ερημίτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ermitaño, eremita, de ermitaño, ermita, hermit

ερημίτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsiedler, eremit, Einsiedler, Eremit, Eremiten, Einsiedlers

ερημίτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reclus, anachorète, solitaire, ermite, hermite, l'ermite

ερημίτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
romito, eremita, solitario, dell'eremita, eremitica, hermit

ερημίτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eremita, ermitão, hermit, de eremita

ερημίτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heremiet, kluizenaar, Hermit, van de Kluizenaar, kluizenaar van

ερημίτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пустынник, подвижник, отшельник, затворник, отшельником, отшельника

ερημίτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eneboer, eremitt, eneboeren, eremitten, hermit

ερημίτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eremit, eremiten, ensling, hermit

ερημίτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erakko, hermit, erakkona, erakon, erakkorapu

ερημίτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eremit, eneboer, Eremitten, eneboeren, hermit

ερημίτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poustevník, poustevníkem, poustevnický, poustevníka, hermit

ερημίτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pustelnik, anachoreta, eremita, pustelnika, pustelnikiem, hermit

ερημίτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
remete, remeteként, a remete, remetének

ερημίτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keşiş, hermit, münzevi, inzivaya, inzivaya çekilmiş kimse

ερημίτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пустинник, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник

ερημίτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetmitar, jeremi, vetmitar i, oshënar, ëmbëlsirë me arra e rrush të thatë

ερημίτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отшелник, отшелника, отшелничество

ερημίτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пустэльнік, самотнік, пустэльнік можа

ερημίτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eremiit, erak, hermit, Erakko

ερημίτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pustinjak, pustinjaka, pustinjački, samotnjak, pustinjak je

ερημίτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einsetumaður, Hermit

ερημίτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsiskyrėlis, atsiskyrėliu, Hermit, Atsiskyrėlio

ερημίτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientuļnieks, eremīts, vientulis, vientuļnieku

ερημίτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пустиникот, пустиник, испосник, отшелник, пустиножител

ερημίτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pustnic, singuratic, sihastru, eremit, hermit

ερημίτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
puščavnik, Puščavnika, hermit, samotar, Pustinjaka

ερημίτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pustovník, nezištníci, a nezištníci
Τυχαίες λέξεις