Помутившийся στα ελληνικά

Μετάφραση: помутившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λασπωμένος, λασπώδης, ιλυώδης, θολός, συννεφιασμένο, συννέφιασε, θόλωναν, συννεφιασμένος
Помутившийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боготворить στα ελληνικά - λατρεύω, λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
  • бормотание στα ελληνικά - ψιττακίζω, μουρμουρίζω, φλυαρώ, ασυναρτησίες, κελαρύζω
  • глубинный στα ελληνικά - βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
  • житейский στα ελληνικά - ζωτικός, ουσιώδης, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Τυχαίες λέξεις
Помутившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λασπωμένος, λασπώδης, ιλυώδης, θολός, συννεφιασμένο, συννέφιασε, θόλωναν, συννεφιασμένος