Λέξη: διαζύγιο
Σχετικές λέξεις: διαζύγιο
διαζύγιο συναινετικό, διαζύγιο διατροφή, διαζύγιο με παιδιά, διαζύγιο και παιδιά, διαζύγιο αλλοδαπών στην ελλάδα, διαζύγιο διατροφή συζύγου, διαζύγιο αλά ιταλικά, διαζύγιο και παιδί, διαζύγιο παιδί και νέος σύντροφος, διαζύγιο τατιάνας στεφανίδου, συναινετικό διαζύγιο, διαζυγιο
Συνώνυμα: διαζύγιο
ζωντοχήρος
Μεταφράσεις: διαζύγιο
διαζύγιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
divorce, a divorce, divorced, divorce is
διαζύγιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
divorciar, divorcio, el divorcio, de divorcio, del divorcio, divorcios
διαζύγιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scheiden, ehescheidung, scheidung, Scheidung, Scheidungs, Ehescheidung, die Scheidung
διαζύγιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
divorcent, divorcer, divorce, divorçons, séparation, divorcez, séparer, le divorce, de divorce, un divorce
διαζύγιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divorzio, il divorzio, di divorzio, divorziare, divorzi
διαζύγιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divorciar, divórcio, divisão, o divórcio, de divórcio, do divórcio
διαζύγιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
echtscheiding, scheiding, scheiden, de echtscheiding, echtscheidingen
διαζύγιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разлучение, разъединение, разъединять, отделять, развод, разводиться, отделение, разведенный, развода, разводов, разводе, разводы
διαζύγιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skilsmisse, skilsmissen
διαζύγιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skilsmässa, äktenskapsskillnad, skilsmässan, skilsmässor, äktenskapsskillnaden
διαζύγιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avioero, ero, erota, avioeron, avioeroa, avioeroon, avioero-
διαζύγιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skilsmisse, skilsmissen, skilsmisser, skilt
διαζύγιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odloučit, odloučenost, rozloučit, rozluka, oddělit, rozloučení, rozvod, rozvodu, rozvodovosti, rozvodovost, rozvody
διαζύγιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwieść, rozwód, rozwodzić, rozłączenie, rozwodu, rozwodów, rozwodzie, rozwody
διαζύγιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elválás, válás, házasság felbontása, házasság felbontására, a válás, válást
διαζύγιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boşanma, boşanmak, boşama, ayrılık
διαζύγιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розлучення, розвід, розводитись, відділення
διαζύγιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndarje, ndahem, divorc, divorci, divorcit, shkurorëzimi, shkurorëzimit
διαζύγιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
развод, развода, разводът, за развод
διαζύγιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
развод
διαζύγιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahutama, lahutus, abielulahutus, abielulahutuse, lahutuse, lahutust
διαζύγιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razvesti, razvod, razvoda, razvod braka, je razvod
διαζύγιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skilnaður, skilnað, skilja, skilnaði, skilnaðinn
διαζύγιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abruptio
διαζύγιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skyrybos, santuokos nutraukimo, skyrybų, santuokos nutraukimas, ištuokos
διαζύγιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķiršanās, laulības šķiršana, laulības šķiršanu, laulības šķiršanas, šķiršanos
διαζύγιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
развод, за развод, разводот, разводи
διαζύγιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
divorţ, divorț, divorțul, divort, de divorț, divorțului
διαζύγιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razveza, razvezo zakonske zveze, razveza zakonske zveze, za razvezo, razveznosti
διαζύγιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvod, dodávka, rozvodu, distribúciu
Στατιστικά δημοτικότητας: διαζύγιο
Τυχαίες λέξεις