Попрек στα ελληνικά
Μετάφραση: попрек, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннулирует στα ελληνικά - ακυρώνει, ακυρώσει, ακυρώνεται, καταργεί, ακυρώσει την
- брожение στα ελληνικά - βράζω, μελαγχολώ, ταράσσομαι, ζύμωση, ζύμωσης, ζυμώσεως, της ζύμωσης, ...
- ваятель στα ελληνικά - γλύπτης, λαξευτής, γλύπτη, γλύπτρια, του γλύπτη, γλύπτριας
- грубый στα ελληνικά - χοντρός, τραχύς, κτηνώδης, απότομος, ξετσίπωτος, αδαής, αμβλύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Попрек στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
Μεταφράσεις: επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει