Порнографический στα ελληνικά
Μετάφραση: порнографический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πορνογραφία, πορνογραφικό, πορνογραφικού, πορνογραφικές, πορνογραφικών, πορνογραφική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атака στα ελληνικά - κατηγορία, επιδρομή, αρχή, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεση, φροντίδα, ...
- вице-король στα ελληνικά - αντιβασιλέας, Viceroy, αντιβασιλέα, αντιβασιλιάς, αντιβασιλιά
- возмущение στα ελληνικά - εξέγερση, οργή, αγανάκτηση, μνησικακία, προπηλακίζω, επανάσταση, προσβολή, ...
- дизентерийный στα ελληνικά - δυσεντερικών, δυσεντερικά, δυσεντερικό, τα δυσεντερικά, των δυσεντερικών
Τυχαίες λέξεις
Порнографический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πορνογραφία, πορνογραφικό, πορνογραφικού, πορνογραφικές, πορνογραφικών, πορνογραφική
Μεταφράσεις: πορνογραφία, πορνογραφικό, πορνογραφικού, πορνογραφικές, πορνογραφικών, πορνογραφική