Λέξη: καρπαζώνω

Συνώνυμα: καρπαζώνω

κτυπώ, ραπίζω

Μεταφράσεις: καρπαζώνω

καρπαζώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clout

καρπαζώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trapo, influencia, peso, la influencia, fuerza, tortazo

καρπαζώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlag, lappen, schlagkraft, kopfnuss, Schlagkraft, Schlag, Einfluss, clout

καρπαζώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
torchon, frapper, lavette, influence, poids, d'influence, chiffon

καρπαζώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpo, peso, influenza, clout

καρπαζώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pancada, influência, cunhas, cacife, clout

καρπαζώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lap, invloed, slagkracht, clout, prestige

καρπαζώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заплата, тряпка, затрещина, лоскут, латка, дурень, ППТЮ

καρπαζώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innflytelse, tyngde, slagkraft, kraft, handlekraft

καρπαζώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slagkraft, clout, inflytande, tyngd

καρπαζώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riepu, vaikutusvalta, painoarvoa, vaikutusvaltaa, painoarvo, vaikutusvaltaansa

καρπαζώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemslagskraft, slagkraft, indflydelse, pondus, tyngde

καρπαζώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utěrka, hadr, vliv, pohlavek, moc, moc z, hadřík

καρπαζώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
blaszka, ścierka, klaps, łach, sójka, gałgan

καρπαζώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
folt, befolyással, befolyásának, tátong, pofon

καρπαζώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nüfuz, clout, nüfuzunun, nüfuzu, prestij

καρπαζώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дурень, латка, ляпас

καρπαζώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtet, ndikim, shpullë, godas, Ndikimi i madh i

καρπαζώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парцал, влияние, влиянието, си влияние

καρπαζώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аплявушын, аплявуху, поўхі, кухталі, аплявух

καρπαζώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrvakiil, äsama, hoop, nael, mõjuvõimu, võimu, mõjuvõim, mõjujõudu

καρπαζώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snaga, šelna, krpa, udariti

καρπαζώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
clout, kraft

καρπαζώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skuduras, įtaka, spaudimas, sudavimas, drabužis

καρπαζώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lupata, autoritāte, autoritāti, pavirši salāpīt, ielāps

καρπαζώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
моќ, сила, влијание, влијание за, сила за

καρπαζώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
palmă, influenta, influență, clout, o pondere

καρπαζώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uhodit, zmerjanj

καρπαζώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
facka, vplyv, účinok, dopad, účinky, vplyvu
Τυχαίες λέξεις