Порода στα ελληνικά
Μετάφραση: порода, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, πέτρα, τύπος, κουνώ, τεντώνω, ράτσα, ξεδιαλέγω, δακτυλογραφώ, τακτοποιώ, ζόρι, γεννοβολώ, είδος, ποικιλία, είδη, λικνίζω, ευγενικός, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспокоящийся στα ελληνικά - νευρικός, ανήσυχος, αγχώδης, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
- бесстыдство στα ελληνικά - αναίδεια, αυθάδεια, θράσος
- вязанка στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλώ, τσουβαλιάζω, τσαμπί, σύμπλεγμα, ψωμάκι, αφηνιάζω, ...
- дощечка στα ελληνικά - πιάτο, πλάκα, επιβιβάζομαι, χάπι, σανίδα, δισκίο, ταμπλέτα, ...
Τυχαίες λέξεις
Порода στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, πέτρα, τύπος, κουνώ, τεντώνω, ράτσα, ξεδιαλέγω, δακτυλογραφώ, τακτοποιώ, ζόρι, γεννοβολώ, είδος, ποικιλία, είδη, λικνίζω, ευγενικός, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Μεταφράσεις: παρακρατώ, πέτρα, τύπος, κουνώ, τεντώνω, ράτσα, ξεδιαλέγω, δακτυλογραφώ, τακτοποιώ, ζόρι, γεννοβολώ, είδος, ποικιλία, είδη, λικνίζω, ευγενικός, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής