Λέξη: κρησφύγετο
Σχετικές λέξεις: κρησφύγετο
κρησφύγετο του αυξεντιου, κρησφύγετο ταινια, κρησφύγετο γριβα, κρησφύγετο χιτλερ, κρησφύγετο ετυμολογία, κρησφύγετο 2012, κρησφύγετο γρηγορη αυξεντιου, κρησφύγετο ταινια 2012, κρησφύγετο movie, κρησφύγετο του χιτλερ, το κρησφύγετο
Συνώνυμα: κρησφύγετο
κρυφή μνήμη, κρύπτη, κρυψώνας, κρυψώνα
Μεταφράσεις: κρησφύγετο
κρησφύγετο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hideout, retreat, hiding place, cache, den, hiding
κρησφύγετο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recular, retirada, retirarse, escondite, guarida, refugio, escondite de, escondrijo
κρησφύγετο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterschlupf, rückzug, verstecke, zurücktreten, Versteck, Unterschlupf, Schlupf, hideout
κρησφύγετο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réduit, retrait, asile, rétrograder, cachette, recours, cache, reculer, reculade, couvert, abri, culer, refuge, retraite, repaire, planque, hideout
κρησφύγετο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritirata, ritiro, ritirarsi, retrocedere, indietreggiare, nascondiglio, covo, rifugio, hideout, il nascondiglio
κρησφύγετο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retraçar, remontar, recuo, esconderijo, hideout, refúgio, o esconderijo, esconderijo de
κρησφύγετο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terugkrabbelen, terugtrekken, aftrekken, schuilplaats, hideout, schuilplaats van, schuilplaats te, de schuilplaats
κρησφύγετο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отбой, отступать, отступление, уйти, отступить, отходить, ретироваться, отступ, пятиться, убежище, отойти, пойти, последовать, укрытие, логово, убежищем, пристанищем
κρησφύγετο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbaketog, retrett, gjemmested, gjemme, skjulested, skjule, hideout
κρησφύγετο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återtåg, återtåga, reträtt, retirera, gömställe, hideout, håll, tillhåll
κρησφύγετο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakopaikka, perääntyä, piilopaikkaan, piilopaikka, hideout, piilopaikan, piilopaikastaan
κρησφύγετο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skjulested, Hideout, gemmested, tilholdssted
κρησφύγετο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
couvnout, ustoupit, útočiště, útulek, úkryt, čepobití, ústup, skrýš, Pozorovatelna, na skrýš, hideout
κρησφύγετο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rejterada, ustępować, wycofywać, cofać, schronienie, zacisze, zrejterować, rejterować, ustronie, odwrót, rekolekcje, wycofać, kryjówka, wypoczywać, ucieczka, kryjówki, kryjówkę, hideout, kryjówką
κρησφύγετο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
takarodó, lelkigyakorlat, búvóhelyét, rejtekhely, rejtekhelye, búvóhelye, rejtekhelyére
κρησφύγετο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saklanma yeri, hideout, The Hideout, saklanma, sığınanın
κρησφύγετο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
радіопередавач, ретранслятор, притулок, притулку, сховище
κρησφύγετο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kthehem, strofull, çerdhe, vend i izoluar, i izoluar, izoluar
κρησφύγετο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убежище, скривалище, скривалището, скривалището на, укритие, скривалище на
κρησφύγετο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытулак, сховішча, прыстанішча, прытулку, сховішчы
κρησφύγετο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peiduurgas, taganema, peidikusse, hideout, peidupaika, peidukohta, peidukohas
κρησφύγετο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povlačenje, odstupiti, uzmicanje, skrovište, sklonište, se skriva
κρησφύγετο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylgsni, hideout
κρησφύγετο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
regredior
κρησφύγετο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slėptuvė, slėptuvės, slėptuvėje, Kryjówka, Prieglobstį
κρησφύγετο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slēptuve, paslēptuve
κρησφύγετο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скривалиште, скривалишта, сокровиштето, скривалиште на, сокровиштето на
κρησφύγετο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
retragere, ascunzătoarea, ascunzătorii, ascunzătoare, ascunzatoare, ascunzatoarea
κρησφύγετο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skrivališče, Hideout, Last, Special Offer, Offer
κρησφύγετο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úkryt, ústup, skrýša, hrad, skrýšu, skrýš