Посвятить στα ελληνικά
Μετάφραση: посвятить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοικιάζομαι, συμφιλιώνω, αφιερώνω, αφήνω, συμβιβάζω, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акциденция στα ελληνικά - δουλειά, ένα ατύχημα, ατύχημα, ατυχήματος, τυχαίο, κάποιο ατύχημα
- бешеный στα ελληνικά - φρενιτιώδης, τρελούτσικος, λωλός, μαινόμενος, λυσσαλέος, κουζουλός, άγριος, ...
- бремен στα ελληνικά - Βρέμη, Bremen, Βρέμης, της Βρέμης
- гнилостный στα ελληνικά - σάπιος, άθλιος, σάπιου, σάπιες, σαπρά
Τυχαίες λέξεις
Посвятить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, συμφιλιώνω, αφιερώνω, αφήνω, συμβιβάζω, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε
Μεταφράσεις: ενοικιάζομαι, συμφιλιώνω, αφιερώνω, αφήνω, συμβιβάζω, αφιερώσει, αφιερώσουν, αφιερώνουν, αφιερώνει, αφιερώσουμε