Починить στα ελληνικά

Μετάφραση: починить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευή, επισκευάζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Починить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоразумный στα ελληνικά - νουνεχής, εχέμυθος, ξεμέθυστος, λογικός, νηφάλιος, διακριτικός, χρηματοκιβώτιο, ...
  • бурлить στα ελληνικά - οργή, λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, ...
  • воевать στα ελληνικά - αγώνας, καταπολεμώ, κάνω, εξαναγκάζω, μάχη, φτιάχνω, κατασκευάζω, ...
  • желвачный στα ελληνικά - κομβώδης, κονδυλώδες, κονδυλώδους, οζώδης, οζώδη
Τυχαίες λέξεις
Починить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευή, επισκευάζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει