Λέξη: εκτροφέας

Σχετικές λέξεις: εκτροφέας

εκτροφέας σκύλων, εκτροφέας golden retriever, εκτροφέας westie, εκτροφή σαλιγκαριών, εκτροφέας maltese, εκτροφέας beagle, εκτροφέας καναρινιών, εκτροφέας boxer, εκτροφέας λαμπραντόρ, εκτροφέας jack russell

Μεταφράσεις: εκτροφέας

εκτροφέας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breeder, keeper, farmer, a breeder, stock breeder

εκτροφέας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criador, obtentor, criador de, mejorador, reproductor

εκτροφέας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heterosexuelle, heterosexueller, Züchter, Züchters, Züchterin

εκτροφέας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éleveur, surgénérateur, surrégénérateur, obtenteur, sélectionneur

εκτροφέας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allevatore, costitutore, selezionatore, allevatore di, allevatrice

εκτροφέας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criador, reprodutor, obtentor, criador de, melhorista

εκτροφέας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fokker, kweker, veredelaar, fokster, kwekersrecht

εκτροφέας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
производитель, скотовод, причина, инициатор, птицевод, животновод, тот, источник, Заводчик, селекционер, Breeder, селекционера

εκτροφέας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppdretter, oppdrette, breeder, oppdretteren, foredler

εκτροφέας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfödare, uppfödaren, uppfödares, förädlaren, förädlar

εκτροφέας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siitoseläin, kasvattaja, jalostajan, kasvattajan, kasvattajalle, jalostaja

εκτροφέας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdrætter, opdrætters, forædleren, opdrætteren, forædlerens

εκτροφέας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pěstitel, chovatel, chovatelka, šlechtitel, chovatele, breeder

εκτροφέας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reproduktor, hodowca, hodowcy, hodowcą, hodowczyni, hodowcę

εκτροφέας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tenyésztő, nemesítő, nemesítői, Tenyészet megtekintése, Tenyészet

εκτροφέας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayvan yetiştiricisi, üretici, damızlık, üreyen, yetiştiricisi

εκτροφέας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виробник

εκτροφέας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Breeder, seleksionerit, seleksionuesit të, seleksionuesit, seleksionuesi

εκτροφέας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
развъдчик, селекционер, Родено, селекционера, Родено при

εκτροφέας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вытворца, вытворчасці, на вытворчасці

εκτροφέας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aretaja, tõuaretaja, kasvataja, sordiaretaja, kasvatajale, aretajale

εκτροφέας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odgajivač, uzgajivač, uzgajatelj, uzgajivača, oplemenjivač

εκτροφέας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræktandi, ræktanda, Ræktandinn, ræktunarmanns, ræktendur

εκτροφέας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
augintojas, selekcininkas, veisėjas, selekcininko, veisėja

εκτροφέας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
audzētājs, selekcionārs, selekcionāra, audzētāja, selekcionāram

εκτροφέας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одгледувач, одгледувачот, селекционерот, селекционото, селекционерското

εκτροφέας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crescător, crescătorului, crescator, amelioratorului, ameliorator

εκτροφέας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzreditelj, rejec, vzrediteljica, žlahtnitelja, žlahtnitelj

εκτροφέας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chovateľ, majiteľ, chovateľom, chovateľa, farmár
Τυχαίες λέξεις