Λέξη: καινοφανής

Σχετικές λέξεις: καινοφανής

καινοφανής λεξικό, καινοφανήσ αστέρασ, καινοφανής ετυμολογία, καινοφανής συνώνυμο, καινοφανής wiki

Συνώνυμα: καινοφανής

νέος

Μεταφράσεις: καινοφανής

καινοφανής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
novel, newfangled, novelty

καινοφανής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
novela, original, nuevo, nueva, novedoso, la novela

καινοφανής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neu, roman, neumodisch, neuartig, originell, Roman, neue, neuartige, neuartigen, Romans

καινοφανής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
récent, roman, neuf, nouveau, moderne, nouvelle, nouveaux, nouvel

καινοφανής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
romanzo, nuovo, nuova, romanzo di, nuovi

καινοφανής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
novo, nutrir, sustentar, novela, romance, nova, novos

καινοφανής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opkomend, roman, nieuw, nieuwe, boek, van nieuwe

καινοφανής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новелла, неиспытанный, роман, новый, романа, повесть, новым

καινοφανής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
roman, romanen, nye, ny

καινοφανής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roman, ny, nya, nytt, romanen

καινοφανής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uudenaikainen, uusi, moderni, romaani, uusia, uusien, uutta

καινοφανής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
roman, ny, nye, hidtil ukendt, hidtil ukendte

καινοφανής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
román, novost, nový, moderní, nové, nová, románu

καινοφανής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nowomodny, nowy, powieść, nowela, nowatorski, nowoczesny, powieści, nowe, nowa

καινοφανής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újfajta, regény, újmódi, újszerű, új, az új

καινοφανής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
roman, yeni, yeni bir, romanı

καινοφανής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
новітній, роман, новела

καινοφανής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
roman, romani, romanin, romani i, roman i

καινοφανής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роман, нова, нов, нови, романа

καινοφανής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раман, роман

καινοφανής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
romaan, uudne, uudseid, romaani, uudsete, uudsed

καινοφανής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novela, romana, roman, neispitan, nov, novi, nova, romanu

καινοφανής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skáldsaga, skáldsögu, skáldsagan, bókin, bók

καινοφανής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
novus

καινοφανής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
novelė, romanas, naujas, romaną, romano

καινοφανής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
romāns, jauna, jauns, romānu, jaunas

καινοφανής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
романот, роман, нови, романот на, нов

καινοφανής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roman, nou, noi, romanul, nouă

καινοφανής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
román, roman, romana, nov, novo, nove

καινοφανής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nebývalý, román, novátorský, neobvyklý
Τυχαίες λέξεις