Правка στα ελληνικά

Μετάφραση: правка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
Правка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арестант στα ελληνικά - φυλακισμένος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου, αιχμάλωτος
  • выщипывать στα ελληνικά - μαδώ, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
  • добывающий στα ελληνικά - εξορυκτικής, εξορυκτικών, εξορυκτικές, εξορυκτική, της εξορυκτικής
  • жакет στα ελληνικά - σακάκι, μπουφάν, μανδύα, χιτώνιο, περίβλημα
Τυχαίες λέξεις
Правка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση