Λέξη: προσκτώμαι

Μεταφράσεις: προσκτώμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affiliate, prosktomai
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agregarse, ahijar, prosktomai
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweigniederlassung, schwestergesellschaft, prosktomai
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recevoir, accueillir, filiale, raccorder, affiliez, agréer, adopter, affilier, affilions, associer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucursal, filial, afiliar, prosktomai
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
filiaal, depot, aannemen, affiliëren, prosktomai
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
филиал, присоединять, присоединяться, prosktomai
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäsen, liittyä, prosktomai
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filial, prosktomai
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloučit, pobočka, sdružit, přijmout, přidružit, prosktomai
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
afiliować, stowarzyszać, przyjmować, przyjąć, oddział, przyłączać, prosktomai
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
філія, приєднуватися, філіал, prosktomai
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
partner, liituma, prosktomai
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjediniti, pripojiti, spojiti, usiniti, udružiti, prosktomai
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pobočka, prosktomai
Τυχαίες λέξεις