Практик στα ελληνικά
Μετάφραση: практик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, πρακτικές που, πρακτική
Μεταφράσεις
- ах στα ελληνικά - αχ, ah
- вопиющий στα ελληνικά - θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, ...
- гениальный στα ελληνικά - έξοχος, φανταστικός, λαμπερός, εγκάρδιος, καλόκαρδος, φαιδρός, πρόσχαρο, ...
- гиппопотам στα ελληνικά - ιπποπόταμος, Hippo, ιπποπόταμο, το Hippo, οι ιπποπόταμοι
Τυχαίες λέξεις
Практик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, πρακτικές που, πρακτική
Μεταφράσεις: εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, πρακτικές που, πρακτική