Λέξη: φυσώ
Συνώνυμα: φυσώ
ανατινάσσω, λαχανιάζω, σφυρίζω, αποκαλύπτω, ανθίζω, φυσιώ, φουσκώνω, υπερεγκωμιάζω, εκρήγνυμαι, καταστρέφω, βρίζω, ανατινάσσομαι, ρουθουνίζω, ξεφυσώ, ρωθωνίζω
Μεταφράσεις: φυσώ
φυσώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blow, snort, puff, whiff, blast
φυσώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soplo, puñetazo, tirar, golpe, soplado, por soplado, de soplado
φυσώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlag, bö, hieb, kokain, stoß, ruinieren, zerstören, Schlag, blasen, Blow
φυσώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corner, heurt, souffle, atteinte, fleur, épanouissement, souffler, bourrade, coup, soufflent, soufflez, rafale, soufflons, venter, choc, soufflage, par soufflage, coup de
φυσώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
percossa, botta, soffiare, sbuffare, battuta, colpo, duro colpo, soffiaggio, blow, colpo di
φυσώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pancada, golpe, sopro, soprar, de sopro, do sopro
φυσώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flap, klap, slag, mep, houw, blazen, amper, amper nog
φυσώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тумак, тушить, задувать, надувать, трубить, продувка, взламывать, пускать, дунуть, поддуть, гнать, хвастовство, бессемерование, несчастье, взрывать, отдуваться, удар, ударом, удара, раздувом
φυσώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slag, støt, blow, blåse, smell, slaget
φυσώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
törn, slag, stöt, blåsa, blås, slaget, smäll
φυσώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhkua, ajautua, isku, puhjeta, puhallus, puhaltaa, kolahdus, kolhun, iskun, blow
φυσώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blæse, slag, blow, stød
φυσώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vanout, rána, úder, květ, foukat, funět, fouknutí, fičet, rozkvět, rozfouknout, troubit, vyfouknout, vát, ranou, vyfukovací, vyfukování
φυσώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiać, nadmuch, nawiać, rozkwit, rzut, cios, przewiać, podmuch, kwitnąć, podmuchiwać, dąć, dęcie, uderzenie, zadąć, wyżerka, dmuchać, ciosem, blow, rozdmuchiwaniem
φυσώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fújás, virágzás, fúvás, ütés, csapás, csapást, fúj, csapást mért
φυσώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vuruş, darbe, üfleme, bir darbe, şişirme, üflemeli
φυσώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дмухнути, лаяти, нещасті, пустити, дмухати, віяти, удар, удару, його удар, але його удар
φυσώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje, goditje e, goditje të, goditja, humbje
φυσώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, раздуване
φυσώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўдар, удар
φυσώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
löök, puhuma, löögi, hoop, puhuda, hoobi
φυσώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugasiti, pregorjeti, udarac, duhati, nesreća, udar, blow, puhati, puhanje
φυσώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blása, slag, högg, áfall, áfall fyrir, blásið
φυσώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ictus
φυσώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smūgis, smūgį, blow, pūsti, pūtimas
φυσώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trieciens, sitiens, blow, izpūšanas, triecienu
φυσώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удар, ударот, еден удар
φυσώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
şoc, sufla, lovitură, lovitura, urâte lovituri, suflare, lovitură de
φυσώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smrkat, rána, pihati, blow, udarec, hladnem, vpihavanje, pihalnega
φυσώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
der, úder, rána, fúkať, tupý, uder
Τυχαίες λέξεις