Практика στα ελληνικά
Μετάφραση: практика, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτική, άσκηση, διενέργεια, ενέργεια, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Μεταφράσεις
- батопорт στα ελληνικά - υδατοστεγές κιβώτιο, caisson, κιβωτοειδές στοιχείο, κιβωτοειδές, τύπου κώδωνα
- гораздо στα ελληνικά - μακριά, πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος
- дароносица στα ελληνικά - αρτοφόριο, ιεροφυλάκιο καθολικής εκκλησίας
- завешивать στα ελληνικά - απαγχονίζω, αυλαία, πέπλος, καλύπτω, κουρτίνα, κρέμασμα, κρεμώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Практика στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτική, άσκηση, διενέργεια, ενέργεια, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Μεταφράσεις: πρακτική, άσκηση, διενέργεια, ενέργεια, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές