Λέξη: περαστικός

Σχετικές λέξεις: περαστικός

περαστικός κι αμίλητος, περαστικός συνώνυμα, περαστικός κι αμίλητος στίχοι, περαστικός αγγλικά

Συνώνυμα: περαστικός

εφήμερος, μεταβατικός

Μεταφράσεις: περαστικός

περαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
passing, passing by, passer, passerby

περαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paso, pasada, muerte, de paso, que pasa, fallecimiento

περαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorbeigehend, flüchtig, durchgehend, Vorbeigehen, Verabschiedung, Bestehen, Ableben, Vergehen

περαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passant, fugitif, doublement, transition, passage, décès, dépassement, qui passe

περαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passaggio, passare, passa, passando, di passaggio

περαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passagem, falecimento, passando, morte, de passagem

περαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overlijden, voorbijgaand, passeren, passerende, passing

περαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полет, обгон, прохождение, передача, следование, мимолетный, брод, случайный, пасовка, кончина, преходящий, протекание, попутный, мгновенный, вынесение, течение, ближнего, принятие, прохождения

περαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestått, forbikjøring, passer, passerende, passering

περαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passerar, passerande, godkänd, förbigående, som passerar

περαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hetkellinen, lyhytaikainen, suurpiirteinen, ohimenevä, hätäinen, ohimennen, kulkee, lähi-, ohi

περαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passerer, forbifarten, forbigående, der passerer, forbipasserende

περαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přechod, smrt, pomíjivý, absolvování, předávání

περαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przejezdny, przepustka, przepuszczenie, dostateczny, przechodzenie, koniunkturalny, mijanie, przerzucanie, paszport, uchodzenie, omijanie, przejście, podawanie, śmierć, przejazd, uchwalenie, przechodzący, przejeżdżający

περαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elhaladás, futólagos, elvonulás, elmúlás, futó, múló, tompított, elhaladó, halad, múlásával

περαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçen, geçer, geçiş, geçirme, geçme

περαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
політ, брід, минущий, миттєвий, поле, проходження, Організація проходження, Прохождение

περαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kalimtar, kalim, kalimi, kalon, miratimi

περαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преминаване, къса, късата, минаваща, преминаващ

περαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праходжанне, мінанне, праходжаньне

περαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
möödasõit, mööduv, läbimine, möödaminnes, lähi

περαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prolazni, prolazan, prođete, prolazak, pretjecanje, donošenje, prolazna, prolazu

περαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brottför, liggur, sem liggur, liggur í, sem liggur í

περαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perėjimas, perdavimas, praėjimas, artimųjų, artimoji

περαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iet, tuvās, tuvo, Nodošanas, nodošana

περαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
донесување, полагање, минување, донесувањето, поминува

περαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trecere, întâlnire, de întâlnire, trece, trecerea

περαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pozitivna, kratki, prenašanja, prehaja, kratkega

περαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prechod, prechodu, priechod
Τυχαίες λέξεις