Предварять στα ελληνικά

Μετάφραση: предварять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, συνιστώ, προχρονολογούμαι, συστήνω, συμβουλεύω, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί
Предварять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арба στα ελληνικά - Bullock, Μπούλοκ, μόσχον, μοσχον, μοσχου
  • бельдюга στα ελληνικά - χέλι, χελιού, χελιών, χέλια, του χελιού
  • вынести στα ελληνικά - αντέχω, λαμβάνω, υπομένω, αποκτώ, εμμένω, παίρνω, απορροφώ, ...
  • дипломатичный στα ελληνικά - διπλωματικός, διπλωματικές, διπλωματικών, διπλωματική, διπλωματικής
Τυχαίες λέξεις
Предварять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, συνιστώ, προχρονολογούμαι, συστήνω, συμβουλεύω, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί