Λέξη: συμμόρφωση
Σχετικές λέξεις: συμμόρφωση
συμμόρφωση διοίκησης, συμμόρφωση με δικαστική απόφαση, συμμόρφωση συνώνυμα, συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση, συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, συμμόρφωση-κοινωνική ψυχολογία, συμμόρφωση κρατών με το διεθνέσ δίκαιο, συμμόρφωση ce, συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο, συμμόρφωση ασθενών
Συνώνυμα: συμμόρφωση
συνέχιση, παραμονή, υποχωρητικότης, ενδοτικότητα, υποταγή, συμφωνία, διάπλαση, διαμόρφωση, διάρθρωση
Μεταφράσεις: συμμόρφωση
συμμόρφωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conformity, compliance, comply, complying
συμμόρφωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concordia, conformidad, conveniencia, acuerdo, cumplimiento, el cumplimiento, cumplimiento de, el cumplimiento de
συμμόρφωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erlaubnis, erfüllung, konformität, gefälligkeit, anpassung, konformismus, zustimmung, unterwerfung, übereinstimmung, Beachtung, Einhaltung, Compliance, die Einhaltung, Übereinstimmung
συμμόρφωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concert, convenance, concorde, observance, accomplissement, accord, assentiment, correspondance, entente, complaisance, conformisme, soumission, consentement, concordance, approbation, conformité, respect, la conformité, le respect, conformément
συμμόρφωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conformità, rispetto, il rispetto, la conformità, osservanza
συμμόρφωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acordo, convenção, ajuste, observância, complacência, conformidade, cumprimento, o cumprimento
συμμόρφωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akkoord, overeenstemming, overeenkomst, nakoming, naleving, de naleving, inachtneming
συμμόρφωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
схожесть, адекватность, похожесть, покладистость, соответствие, ортодоксальность, сходство, подчинение, сообразность, податливость, уступчивость, согласие, согласованность, соблюдение, соблюдения, соответствия, выполнение
συμμόρφωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samsvar, etterlevelse, overholdelse, compliance, overensstemmelse
συμμόρφωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enlighet, överensstämmelse, efterlevnad, efterlevnaden, följs
συμμόρφωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
noudattaminen, alistuminen, nöyryys, hyväntahtoisuus, noudattamisen, noudattamista, noudattamisesta, noudattamatta
συμμόρφωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overholdelse, overensstemmelse, overholdelsen, overholdelse af, overholdes
συμμόρφωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konformismus, souhlas, shoda, svolení, splnění, soulad, dodržování, shody
συμμόρφωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konformizm, uleganie, dostosowanie, kompromisowość, przestrzeganie, zgodność, ustępliwość, podatność, spełnianie, kompatybilność, zgoda, spełnienie, zastosowanie, zakończenie, zgodności, przestrzegania
συμμόρφωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hasonlóság, teljesítés, megfelelés, betartásának, betartását, való megfelelés
συμμόρφωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uygunluk, uyma, uyum, uyumluluk, uyumu
συμμόρφωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злагода, відповідність, підпорядкування, податливість, підпорядковування, підлягання, злагоду, дотримання, додержання
συμμόρφωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pajtim, pajtueshmërisë, pajtueshmëria, përputhshmërisë, përputhja
συμμόρφωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съответствието, спазване, спазването, съответствие, спазването на
συμμόρφωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захаванне, выкананне, захаваньне, прытрымліванне, выкананьне
συμμόρφωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sarnasus, nõustumine, järgimine, vastavus, kuuletumine, täitmise, vastavuse, vastavust, järgimise
συμμόρφωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sklad, suglasnost, skladu, usklađenost, popustljivost, sukladnost, usklađenosti, pridržavanje
συμμόρφωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
farið, samræmi, fylgni, að farið, fylgt
συμμόρφωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikymasis, laikomasi, atitikties, atitiktis, laikymosi
συμμόρφωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saskaņa, vienprātība, atbilstība, atbilstības, ievērošana, neatbilstība, atbilstību
συμμόρφωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
усогласеност, согласност, усогласеноста, усогласување, согласно
συμμόρφωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acord, conformitate, respectarea, conformitatea, respectării, conformității
συμμόρφωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
shoda, skladnost, skladnosti, upoštevanje, izpolnjevanje, spoštovanje
συμμόρφωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dodržiavanie, dodržiavania, dodržiavaní, súladu, súlad