Предшествовать στα ελληνικά

Μετάφραση: предшествовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχρονολογούμαι, προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί
Предшествовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • берег στα ελληνικά - όχθη, γιαλός, ανάχωμα, ακτή, τράπεζα, αμμουδιά, φούστα, ...
  • вклейка στα ελληνικά - Κύριο θέμα, Στο κύριο θέμα, ένθετο, και κύριο θέμα
  • декадентство στα ελληνικά - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
  • житье στα ελληνικά - ζωή, ισόβιος, βίος, κατοικία, κατοίκηση, κατοίκησης, κατοίκησή, ...
Τυχαίες λέξεις
Предшествовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχρονολογούμαι, προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί