Λέξη: χημικός
Σχετικές λέξεις: χημικός
χημικός ευνουχισμός, χημικός κήπος, χημικός ναυτιλίας, χημικός ή χημικός μηχανικός, χημικός τύπος σόδας, χημικός τύπος, χημικός πόλεμος, χημικός δεσμός, χημικός μηχανικός, χημικός εύρεση εργασίας
Μεταφράσεις: χημικός
χημικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chemist, chemical, Formula, a chemical, a chemist
χημικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
químico, boticario, farmacéutico, química, químicos, químicas, producto químico
χημικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
apothekerin, pharmazeut, drogerie, chemiker, apotheker, Chemikalie, chemisch, chemische, chemischen, chemischer
χημικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pharmacien, chimiste, apothicaire, chimique, chimiques, produit chimique, produits chimiques, chimie
χημικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chimico, farmacista, speziale, chimica, chimici, chimiche, sostanza chimica
χημικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
farmacêutico, boticário, químico, química, químicas, químicos, produto químico
χημικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheikundige, farmaceut, apotheker, chemicus, chemisch, chemische, de chemische, chemische stof, chemicaliën
χημικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аптекарь, провизор, химик, химическая, химической, химический, химического, химических
χημικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
apoteker, kjemiker, kjemisk, kjemiske, kjemikalier, kjemikalie
χημικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apotekare, kemist, kemikalie, kemisk, kemiska, kemiskt
χημικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apteekkari, proviisori, kemiallinen, kemialliset, kemiallisten, kemiallisia, kemiallisen
χημικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
apoteker, kemiker, kemisk, kemiske, kemikalie, kemikalier, kemikaliet
χημικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chemik, lékárník, chemický, chemické, chemická, chemických, chemického
χημικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
farmaceuta, chemik, apteka, aptekarz, chemiczny, chemicznego, chemiczne, chemiczna, chemicznych
χημικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyógyszerész, vegyész, vegyi, kémiai, vegyipari, vegyi anyag, a kémiai
χημικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eczacı, kimyager, kimyasal, kimya, bir kimyasal, kimyevi
χημικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аптекар, хімік, хімічна, хімічне, хімічний
χημικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kimik, kimike, dhëna kimike, e dhëna kimike, kimike të
χημικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
химик, химически, химическа, химическата, химична, химичен
χημικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хімічная
χημικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keemia-, keemiline, keemilise, keemiliste, keemilised
χημικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
apotekar, ljekarnik, kemičar, kemijski, kemijska, kemijske, kemijskih, kemikalija
χημικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efna, efnið, efni, efna-
χημικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaistininkas, farmacininkas, chemikas, cheminis, cheminės, cheminė, chemijos, cheminė medžiaga
χημικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aptiekārs, ķīmiķis, farmaceits, ķīmisks, ķīmisko, ķīmiskā, ķīmiskais, ķīmiskā viela
χημικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хемиска, хемиски, хемиската, хемиските, хемиско
χημικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
farmacist, chimist, chimic, chimice, chimică, chimica, produs chimic
χημικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kemična, kemični, kemične, kemijska, kemijsko
χημικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chemik, chemický, chemické, chemického, chemikálie, chemických
Στατιστικά δημοτικότητας: χημικός
Τυχαίες λέξεις