Λέξη: καταναλώνω

Σχετικές λέξεις: καταναλώνω

καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω ετυμολογία, καταναλώνω ελληνικά, καταναλώνω άρα υπάρχω, καταναλώνω λεξικο, καταναλώνω στα αγγλικα, καταναλώνω χωρίς μεσάζοντες

Συνώνυμα: καταναλώνω

καταναλίσκω, δαπανώ, καταβροχθίζω, ξοδεύω, σπαταλώ

Μεταφράσεις: καταναλώνω

καταναλώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consume, I consume, I eat, consume the, to consume the

καταναλώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consumir, gastar, consumen, consumo, consumirá, consume

καταναλώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fressen, verbrauchen, schlucken, konsumieren, verzehren, verbraucht, zu konsumieren

καταναλώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consommez, briser, consommons, gâter, dévorer, consommer, consumons, détruire, consumer, consomment, abîmer, décaper, anéantir, absorber, délabrer, détériorer, consommer des, consommation, consommer de

καταναλώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumare, struggere, consumano, consumo, consuma, consumerà

καταναλώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumir, gastar, desgastar, esgotar, consomem, consome, consumo, consuma

καταναλώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verorberen, consumeren, verbruiken, verteren, slopen, verbruikt, te consumeren

καταναλώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
быть, тратить, расточать, расходовать, потребить, съедать, снедать, истреблять, поглощать, чахнуть, потреблять, использовать, потребляют, потребляет, употреблять, потребления

καταναλώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konsumere, forbruke, forbruker, konsumerer, bruker

καταναλώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtära, konsumera, konsumerar, förbrukar, förbruka, förtär

καταναλώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahmia, hivuttaa, käyttää, hotkia, kalvaa, jäytää, kuluttaa, kulua, kuluttavat, kuluta, kuluttamaan

καταναλώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbruge, forbruger, indtage, indtager, spiser

καταναλώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zahubit, strávit, stravovat, požívat, vyčerpat, sníst, konzumovat, mořit, zničit, vypotřebovat, spotřebovat, hltat, zbořit, konzumují, spotřebují, spotřebovávají

καταναλώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trawić, konsumować, wydawać, niszczyć, spożywać, pochłaniać, zbywać, pożerać, zużywać, zużyć, spożyć, zużywają

καταναλώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyaszt, fogyasztanak, fogyasztani, fogyasztják

καταναλώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüketmek, tüketir, tüketen, tüketebilir, tüketmeye

καταναλώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винищувати, споживати, чахнути, марніти, з'їдати, споживатиме, вживати, споживатимуть

καταναλώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konsumoj, konsumojnë, konsumuar, të konsumojnë, të konsumuar

καταναλώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консумираме, консумира, консумират, потребяват, се консумират

καταναλώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спажываць, ужываць, ўжываць

καταναλώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarbima, tarbivad, tarbida, tarbib, tarbi

καταναλώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upotrebljavati, potrošiti, pojesti, iscrpsti, konzumirati, konzumiraju, troše, konzumira

καταναλώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
neyta, að neyta, eyða, eyði, borða

καταναλώνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voro

καταναλώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartoti, suvartoja, sunaudoja, vartoja, sunaudoti

καταναλώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patērēt, patērē, lietot, patērējam, patērēs

καταναλώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
консумираат, конзумираат, консумираме, трошат, се консумираат

καταναλώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consuma, consumă, consume, consum, consumul

καταναλώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porabijo, zaužiti, porabljajo, porabimo, porabi

καταναλώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konzumovať, jesť
Τυχαίες λέξεις