Преимущественный στα ελληνικά

Μετάφραση: преимущественный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώτερος, πρωταρχικός, πρώτος, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Преимущественный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушер στα ελληνικά - μαιευτήρας, μαιευτήρα, γυναικολόγος, obstetrician, ο μαιευτήρας
  • алтай στα ελληνικά - Αλτάι, altai, Αλαταϊκά, των Αλτάι, Αλταϊ
  • дамба στα ελληνικά - φράγμα, μόλος, φραγμός, τάφρος, κράσπεδο, ανάχωμα, αποβάθρα, ...
  • директорство στα ελληνικά - θέση του διευθυντή, διευθύνοντες, ΔΣ, μέλους ΔΣ, διευθυντική
Τυχαίες λέξεις
Преимущественный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώτερος, πρωταρχικός, πρώτος, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια