Λέξη: αθώος

Σχετικές λέξεις: αθώος

αθώος ή ένοχος θέατρο κάππα, αθώοσ ο κασιδιάρησ, αθώος ένοχος, αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίον, αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, αθώος σαν αγαπημένος, αθώος ή ένοχος (1989), αθώος ή ένοχος, αθώος ο βαξεβάνης, αθώος συνωνυμα

Συνώνυμα: αθώος

άκακος, αγνός, άβγαλτος, αθωωτικός

Μεταφράσεις: αθώος

αθώος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
innocent, not guilty, guiltless, guilty, innocence

αθώος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inocente, inocentes, inocencia

αθώος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
züchtig, unschuldig, schuldlos, ahnungslos, unschuldige, unschuldigen, unschuldiger, unschuldiges

αθώος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inoffensif, ingénu, candide, innocent, naïf, gogo, innocente, innocents, innocence, innocentes

αθώος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
innocente, innocenti, innocent, innocenza

αθώος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interno, inocente, inocentes, inocência, innocent

αθώος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onschuldig, schuldeloos, onbedorven, onnozel, onschuldige, onschuldigen, onschuldig is

αθώος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непорочный, неповинный, глупый, невиновен, безвинный, безобидный, невиновный, неискушенный, безгрешный, невинный, невинных, невиновным, невинным

αθώος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uskyldig, uskyldige

αθώος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oskyldig, menlös, oskyldiga, oskyldigt, oskadlig, oskyldige

αθώος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viaton, syytön, viattomia, viattomien, viatonta

αθώος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uskyldig, uskyldige, uskyldigt, uskadelig

αθώος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neškodný, neviňátko, naivka, nevinný, bezelstný, nevinná, nevinné, nevinného, nevinní

αθώος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezgrzeszny, niewiniątko, niemądry, naiwny, nieszkodliwy, niewinny, niewinnych, niewinna, niewinne

αθώος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ártatlan, ártatlannak, ártatlanok, békés, az ártatlan

αθώος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçsuz, masum, masum bir, saf

αθώος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невинності, безневинний, невинний, невинна, невинне, безневинне

αθώος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pafajshëm, i pafajshëm, të pafajshëm, pafajshme, pafajshmit

αθώος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невинен, невинна, невинни, невинно, за невинен

αθώος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нявінны, невінаваты, нявіннае, бязвінны, бязвіннае

αθώος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süütu, süütute, süütuid, süütud, rahumeelse

αθώος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezazlen, nevin, nedužan, nevinim, bezazleni, nevini, nevina, nevine, nedužna

αθώος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saklaus, saklausa, saklaust, saklausu, saklausan

αθώος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nekaltas, nekaltu, nekalti, nekalto

αθώος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nevainīgs, nevainīgu, nevainīgi, par nevainīgu

αθώος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невин, невини, невина, невините, невино

αθώος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inocent, nevinovat, nevinovată, inocentă, nevinovați

αθώος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nedolžen, nedolžna, nedolžnega, nedolžni, nedolžno

αθώος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevinný, nevinného
Τυχαίες λέξεις