Прекратить στα ελληνικά
Μετάφραση: прекратить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπάζω, αναστέλλω, κρεμώ, παύω, μειώνω, τερματίσει, να τερματίσει, να καταγγείλει, καταγγείλει, περατώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ахтерштевень στα ελληνικά - πρύμνη, πρύμνης, εσω, την πρύμνη
- банда στα ελληνικά - πακέτο, δαχτυλίδι, δακτυλίδι, συσκευάζω, κατακλύζω, κύκλος, ταινία, ...
- вторгнуться στα ελληνικά - να εισβάλει, να εισβάλουν, για να εισβάλουν, να εισβάλλουν, να εισβάλει στην
- герпес στα ελληνικά - έρπης, έρπητα, έρπη, του έρπητα, έρπητα των
Τυχαίες λέξεις
Прекратить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπάζω, αναστέλλω, κρεμώ, παύω, μειώνω, τερματίσει, να τερματίσει, να καταγγείλει, καταγγείλει, περατώσει
Μεταφράσεις: κοπάζω, αναστέλλω, κρεμώ, παύω, μειώνω, τερματίσει, να τερματίσει, να καταγγείλει, καταγγείλει, περατώσει