Λέξη: λάσπη

Σχετικές λέξεις: λάσπη

λάσπη στη χολή συμπτώματα, λάσπη από τη νεκρά θάλασσα, λάσπη στη χολή διατροφή, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη στη χολή και διατροφή, λάσπη ονειροκρίτης, λάσπη στη χολή, λάσπη κτισίματος

Συνώνυμα: λάσπη

βόρβορος, πηλός, βούρκος, άργιλος, βαλτότοπος, βάλτος, ιλύς, διαρροή, πλάκα, πλαξ, γλοιώδες υγρό, γλοιός, μύξα, λασπόνερο, γουδί, όλμος, ολμοβόλο, κονίασμα, ασβεστοκονίαμα, λακκούβα με νερό, λάκκος, πάγος, πρόσχωση

Μεταφράσεις: λάσπη

λάσπη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mud, cement, ooze, clay, sludge, slime, silt

λάσπη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cieno, exudar, barro, consolidar, colar, lodo, pecina, rezumarse, destilar, cemento, fango, de barro, el barro

λάσπη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kitt, schmutz, sickern, schlamm, lecken, zementsilolaster, schleim, zement, durchsickern, bindemittel, zementsilo-laster, einsatzhärtepulver, Schlamm, Matsch, Schmutz

λάσπη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gadoue, bourbe, fange, cémenter, lier, crotte, cimentez, cimentons, filtrer, s'infiltrer, ciment, suinter, limon, ruisseler, cimenter, cimentent, boue, la boue, de boue, vase, boues

λάσπη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
melma, stillare, cemento, fango, limo, rinsaldare, di fango, fanghi, il fango, del fango

λάσπη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lama, lodo, assaz, muito, cimentar, cimento, quase, barro, de lama, da lama

λάσπη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
modder, slijk, drek, cement, slik, slib, de modder, lemen

λάσπη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цементировать, просочиться, цементироваться, просачиваться, слякоть, замазка, тина, муть, хлябь, грязь, топь, мул, зацементировать, цемент, ил, просачивание, грязи, бурового раствора, грязью, грязевые

λάσπη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mudder, gjørme, sement, dynn, gytje, slam, mud, gjørma, mudderet

λάσπη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dy, cement, slam, lera, leran, mud, gyttja

λάσπη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kihota, sementti, lima, tihkua, savi, loka, rapa, herua, iskostaa, kitti, lieju. liete, muta, liata, lieju, vuotaa, jäteöljy, mutaa, mudan, mudassa, mud

λάσπη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dynd, cement, mudder, mudderet, slam, mud

λάσπη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bahno, mokvat, zacementovat, kal, bláto, pojit, cementovat, nauhličovat, tmel, stékat, prosakovat, stmelit, tmelit, bahna, bahenní, blátě

λάσπη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utwierdzać, muł, uchodzenie, spajać, błoto, odpływać, podsiąkać, sączyć, szlam, nanos, umacniać, cementować, cement, sączenie, borowina, błota, mud, błocie

λάσπη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cement, átcsurgás, ragasztószer, nyirkosság, sár, iszap, sárban, sarat, sárral

λάσπη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çimento, çamur, çamuru, mud, kerpiç

λάσπη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мул, цемент, слизи, зацементувати, цементний, замазка, бруд, грязь, багно, багнюку, болото

λάσπη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
baltë, balta, baltës, balte, baltë të

λάσπη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цимент, кал, калта, тиня, кална

λάσπη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бруд, грязь, гразь

λάσπη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muda, tsementeerima, immitsema, pori, löga, liim, tsement, esi-, esi- ja, mudas

λάσπη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kal, procuriti, glib, lem, mulj, napuštati, nestajati, blato, blatiti, ljepilo, gnoj, vezivati, kit, blata, blatom, blatu

λάσπη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
for, efja, leðja, drulla, drullu, leðju, leir

λάσπη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purvas, cementas, dumblas, purvo, tirpalas, dumblo

λάσπη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cements, dubļi, dubļu, dūņu, dūņas, dubļiem

λάσπη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калот, кал, калта, од кал, со кал

λάσπη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noroi, ciment, nămol, namol, de noroi, noroiul

λάσπη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bláto, blato, mud, blata, blatom, blatna

λάσπη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bahno, tmel, cement, kal, blato

Στατιστικά δημοτικότητας: λάσπη

Τυχαίες λέξεις