Прекращение στα ελληνικά
Μετάφραση: прекращение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακωχή, κλείσιμο, κόψιμο, αναστολή, εκεχειρία, αναβολή, αφανισμός, κοπή, μείωση, ελάττωση, εναιώρημα, ανακοπή, κόβω, εξαφάνιση, ανάρτηση, εκκρεμότητα, τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барышничать στα ελληνικά - δουλειά, γυρολόγος, μεταπράτης, huckster, εμποράκος, πλανόδιος πωλητής
- воспитательный στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
- выбелить στα ελληνικά - ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
- добраться στα ελληνικά - φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Τυχαίες λέξεις
Прекращение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακωχή, κλείσιμο, κόψιμο, αναστολή, εκεχειρία, αναβολή, αφανισμός, κοπή, μείωση, ελάττωση, εναιώρημα, ανακοπή, κόβω, εξαφάνιση, ανάρτηση, εκκρεμότητα, τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία
Μεταφράσεις: ανακωχή, κλείσιμο, κόψιμο, αναστολή, εκεχειρία, αναβολή, αφανισμός, κοπή, μείωση, ελάττωση, εναιώρημα, ανακοπή, κόβω, εξαφάνιση, ανάρτηση, εκκρεμότητα, τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία