Λέξη: κλίμακα

Σχετικές λέξεις: κλίμακα

κλίμακα υπολογισμού του κοινωνικού μερίσματος, κλίμακα φορολογίας εισοδήματος 2014, κλίμακα ρίχτερ, κλίμακα likert, κλίμακα γλασκώβης, κλίμακα φορολογίας εισοδήματος 2013, κλίμακα μποφόρ, κλίμακα mohs, κλίμακα scoville, κλίμακα μκο, φορολογική κλίμακα

Συνώνυμα: κλίμακα

λέπι, λέπιο, πλάστιγγα, ζυγαριά, ιεράρχηση

Μεταφράσεις: κλίμακα

κλίμακα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scale, a scale, range, level, range of

κλίμακα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escama, escalar, gama, escala, escala de, la escala, de escala, a escala

κλίμακα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
skala, schuppe, kesselsteine, maßstab, Maßstab, Skala, Waage, Umfang

κλίμακα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
escaladez, gravir, grimper, désincruster, importance, monter, échelle, gamme, escaladent, escalader, balance, barème, pellicule, s'entartrer, poids, peler, l'échelle, ampleur, échelle de

κλίμακα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
squama, scala, scaglia, scala di, bilancia, scala da, dimensioni

κλίμακα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escama, escala, escalde, desenho, abrasar, escala de, dimensão, balança, de escala

κλίμακα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ladder, schaal, scala, verhouding, aanslag, schub, schilfer, schaalverdeling, weegschaal, omvang, grootschalige, Kleinschalig

κλίμακα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
накипь, накипать, накипеть, лущить, возвышаться, ступень, подниматься, шкала, повышать, гамма, взбираться, сланец, таблица, окалина, взвешивать, камень, масштаб, масштабы, масштабе, весы

κλίμακα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skala, målestokk, skjell, skalaen, omfanget

κλίμακα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skala, skalan, omfattning, fördelar

κλίμακα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asteikko, skaala, suomu, hilse, mittakaava, asteikolla, mittakaavassa, mittakaavan, laajuuden

κλίμακα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skala, skæl, omfang, målestok, omfanget, skalaen

κλίμακα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
měrka, šplhat, vystoupit, žebříček, žebřík, měřítko, loupat, váha, oloupat, šupina, váhy, slupka, škála, stupnice, měřítku

κλίμακα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szalej, kamień, kotłowiec, skrobać, łuska, łupina, podziałka, niszczyciel, skalować, gama, szala, zgorzelina, wspinać, skala, stopniowanie, przesadzać, skali, skalę, waga, w skali

κλίμακα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fémhab, pikkely, hártya, skála, hangsor, számrendszer, salak, skálán, körű, léptékű, méretű

κλίμακα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçek, ölçekli, ölçeği, çaplı, ölçekli bir

κλίμακα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
камінь, підніматись, зважуватися, градація, шкала, шкалу

κλίμακα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkallë, shkallë të, në shkallë, gjerë, në shkallë të

κλίμακα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
школа, мащаб, скала, десетобалната система, десетобалната, мащаба

κλίμακα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драбiны, шкала

κλίμακα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katlakivi, skaala, skaalal, ulatuse, ulatust, ulatus

κλίμακα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strugati, mjera, skala, ljestvica, razmjera, scale, skale

κλίμακα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mælikvarði, mælikvarða, stíl, umfang, mæli

κλίμακα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
squama

κλίμακα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žvynas, gama, mastelis, skalė, masto, mastas, apimties, mastu

κλίμακα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blaugznas, mērogs, gamma, mēroga, skala, apjoma, skalas

κλίμακα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скала, размери, обем, скалата, обемот

κλίμακα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solz, gamă, scară, scara, la scară, scară de, pe scară

κλίμακα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lestvica, lestvice, skala, obseg, obsega

κλίμακα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škála, šupina, mierka, meradlo, mierku, merítko, kritérium

Στατιστικά δημοτικότητας: κλίμακα

Τυχαίες λέξεις