Прель στα ελληνικά
Μετάφραση: прель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, Prel
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вопрошать στα ελληνικά - ερώτημα, ερώτηση, ζήτημα, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
- выдержанный στα ελληνικά - μεστός, γενναιόδωρος, μέτριος, μετριοπαθής, επιφυλακτικός, ώριμος, ανοιχτοχέρης, ...
- гончарная στα ελληνικά - αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
- делец στα ελληνικά - πόλη, χειριστής, έμπορος, επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
Τυχαίες λέξεις
Прель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, Prel
Μεταφράσεις: σαπίζω, Prel