Преступить στα ελληνικά
Μετάφραση: преступить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, αμαρτάνουν, να παραβιάζει, για να παραβιάσει, παραβιάζω, το να τα υπερβούμε
Μεταφράσεις
- безотказный στα ελληνικά - συνεχής, αδιάπτωτος, σταθερός, αλάθητος, χωρίς προβλήματα, απροβλημάτιστη, απρόσκοπτη, ...
- блюстительница στα ελληνικά - κηδεμόνας, blyustitelnitsa
- борзая στα ελληνικά - λαγωνικό, κυνοδρομίες, κυνοδρομιών, λαγωνικών, κυνοδρομία
- вырезать στα ελληνικά - πόρπη, βυθίζω, επιγράφω, στροφή, κόβω, σκαλίζω, σειρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Преступить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, αμαρτάνουν, να παραβιάζει, για να παραβιάσει, παραβιάζω, το να τα υπερβούμε
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, αμαρτάνουν, να παραβιάζει, για να παραβιάσει, παραβιάζω, το να τα υπερβούμε