Λέξη: διαθήκη

Σχετικές λέξεις: διαθήκη

διαθήκη σε συμβολαιογράφο, διαθήκη υπόδειγμα, διαθήκη μπουλά, διαθήκη αλέξανδρου κατσαντώνη, διαθήκη ζωής, διαθήκη κατσαντώνη, διαθήκη του αλέξανδρου κατσαντώνη, διαθήκη σάκη μπουλά, διαθήκη χριστόδουλου, διαθήκη στίχοι, καινή διαθήκη, παλαιά διαθήκη

Συνώνυμα: διαθήκη

βούληση, θέληση

Μεταφράσεις: διαθήκη

διαθήκη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
will, testament, covenant, wills, a will

διαθήκη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voluntad, testamento, querer, será, hará, va, va a

διαθήκη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
werden, vermachen, willen, testament, wille, möchte, werde, Wille, wird, will

διαθήκη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désir, testament, témoignage, souhait, gré, volonté, complaisance, léguer, intention, attestation, vouloir, sera, seront, va, fera

διαθήκη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volere, testamento, arbitrio, volontà, sarà, saranno, farà, verrà

διαθήκη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
testamento, querer, vontade, vai, será, irá, vão

διαθήκη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wilsbeschikking, verbond, testament, zin, wil, zullen, zal, zult, willen

διαθήκη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вероятность, свобода, желать, завет, обещание, желание, велеть, хотеть, завещание, энтузиазм, энергия, решимость, волеизъявление, внушать, заставлять, изволение, воля, воли, будет, будут, будем

διαθήκη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vilje, testament, vil

διαθήκη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vilja, testamente, kommer, kommer att

διαθήκη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tahto, mieliteko, tulee, testamentti, tahtoa, aikoa, aikoo, tulevat

διαθήκη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vilje, testamente, vil

διαθήκη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žádost, svědectví, ochota, úmysl, přání, vůle, bude, budou, nebude

διαθήκη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwyczajenie, chcieć, być, świadectwo, chęć, wola, życzenie, testament, będzie, będą, woli

διαθήκη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kívánság, akarat, lesz, fog, majd, fogja

διαθήκη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vasiyet, istek, irade, olacak, olacaktır, olur, will

διαθήκη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заповідальний, впертий, упертий, свавільний, умисний, норовливий, заповіт, воля, волю

διαθήκη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
do të, do, do ta

διαθήκη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завещание, воля, ще, ще се, няма

διαθήκη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хацець, воля, волі

διαθήκη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tahe, saama, testament, william, teeb, hakkab

διαθήκη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćete, testament, htijenje, hoću, želja, oporuka, hoćeš, će, će se, neće, hoće

διαθήκη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vilja, mun, verður, munu, munt

διαθήκη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
volo, voluntas

διαθήκη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valia, bus, galės

διαθήκη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
testaments, griba, būs, tiks, gribu

διαθήκη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќе, нема, ќе се, волја, ќе биде

διαθήκη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
testament, voie, voinţă, voi, va, vor, se va, va fi

διαθήκη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bo, bodo, se bo

διαθήκη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodnutí, ochotu, vôľa, vôle, vôľu

Στατιστικά δημοτικότητας: διαθήκη

Τυχαίες λέξεις