Претящий στα ελληνικά
Μετάφραση: претящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεχθής, αποτροπιαστικός, αποτρόπαιες, αποτροπιαστική, αποτροπιαστικό, αποτροπιαστικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адский στα ελληνικά - σατανικός, ανυπόφορος, φοβερός, τρομερός, απαίσιος, καταχθόνιος, κολάσεων, ...
- бесноватость στα ελληνικά - διαβολισμός, σατανισμός
- допеть στα ελληνικά - τελειώνω, περατώνω, τέλος, τερματισμός, τραγούδι, το τραγούδι, τραγουδιού, ...
- достаток στα ελληνικά - αρμοδιότητα, άφθονος, αφθονία, ίχνος, ευημερία, συρροή, πολλοί, ...
Τυχαίες λέξεις
Претящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεχθής, αποτροπιαστικός, αποτρόπαιες, αποτροπιαστική, αποτροπιαστικό, αποτροπιαστικής
Μεταφράσεις: απεχθής, αποτροπιαστικός, αποτρόπαιες, αποτροπιαστική, αποτροπιαστικό, αποτροπιαστικής