Λέξη: τρίφτης

Σχετικές λέξεις: τρίφτης

τρίφτης καπνού, τρίφτης moulinex, τρίφτησ πάγου, τρίφτης λαχανικών, τρίφτης για λάχανο, τρίφτης καρότου, τρίφτης πιπεριού, τρίφτης τυριού, τρίφτης σαπουνιού, τρίφτης κυδωνιού

Συνώνυμα: τρίφτης

ξύστρο, τρίπτης

Μεταφράσεις: τρίφτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grater
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rallador, rallador de, grater, el rallador, rallador del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raspel, reibeisen, Reibe, Reibeisen, Raspel, grater
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
râpe, râpe à, grater, la râpe, rape
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grattugia, grater, la grattugia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ralador, grater, ralador de, grater do, do grater
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rasp, grater, rasp van, De rasp, De rasp van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рашпиль, терка, поздравление, Grater, терке, терки, терку
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rivjern, rive, rivjernet, grater
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rivjärn, rivjärnet, rivjarn, Grater, rivjärn för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riivinrauta, raastinrauta, raastin, grater, siivilän
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rivejern, grater, rivejernet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
struhadlo, struhadlo na, strouhací, grater, skelný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tarka, Tarka, większ, tarką, tarki, tarka do
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konyhai reszelő, reszelő, reszel, aprítószerkezet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rende, grater, rendesini, rendesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тертушка, рашпіль, тертка, терка, Тертушка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rende
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ренде, стъргало
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тарка, церка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõõrel, riiv, Riivinrauta, grater
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rende, ribeža, Ribež za, Ribež, grater
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grater
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trintuvė, tarka, Grater, Kuo aukštesnis, grotinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rīve, Lielāks, grater, rašvīle, arī lielākā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ренде, поголема, поголеми, поголемо, е поголемо
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răzătoare, razatoare, răzătoare de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Rende, Strgalnik, Strgalnik za, Višje, strgalno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strúhadlo, Struhadlo, grater, strúhanie
Τυχαίες λέξεις