Прибавление στα ελληνικά
Μετάφραση: прибавление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, συμπληρώνω, σηκώνω, περίφραξη, αναστηλώνω, χρήση, απόκτημα, ανατρέφω, αίτηση, ένταξη, περίφραγμα, αύξηση, αναβάτης, αναπληρωτής, υψώνω, εσώκλειστο, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абхазец στα ελληνικά - Αμπχαζίας, της Αμπχαζίας, Αμπχαζικά, Αμπχαζία, Αμπχαζιανά
- бледный στα ελληνικά - ανάβω, υγρός, γκρίζος, άρρωστος, τεφρώδης, φαιός, χλωμός, ...
- возмещать στα ελληνικά - αποκαθιστώ, παροχή, αναστηλώνω, χορήγηση, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, ...
- дрофа στα ελληνικά - ωτίς, αγριόγαλο, αγριόγαλος, bustard
Τυχαίες λέξεις
Прибавление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, συμπληρώνω, σηκώνω, περίφραξη, αναστηλώνω, χρήση, απόκτημα, ανατρέφω, αίτηση, ένταξη, περίφραγμα, αύξηση, αναβάτης, αναπληρωτής, υψώνω, εσώκλειστο, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, συμπληρώνω, σηκώνω, περίφραξη, αναστηλώνω, χρήση, απόκτημα, ανατρέφω, αίτηση, ένταξη, περίφραγμα, αύξηση, αναβάτης, αναπληρωτής, υψώνω, εσώκλειστο, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης